Την είδα πρώτη φορά να κατεβαίνει από ένα λαντό, όταν ήρθαν οικογενειακώς στα Πηγαδάκια. Ο χρόνος πάγωσε, δεν είχα ξαναδεί τίποτα πιο όμορφο στη ζωή μου. Τα μάτια της παιχνιδιάρικα, με μια σαγηνευτική μελαγχολία με προκαλούσαν να παίξω μαζί τους. Εκείνη τη στιγμή γεννήθηκε ο έρωτάς μου για τη Βιολέτα. Ζήσαμε τη νεότητά μας στα χρόνια του Β? Παγκόσμιου Πολέμου στη Ζάκυνθο, σε μια εποχή που σημαδεύτηκε από την Κατοχή, ένα ναυάγιο στην Αδριατική και μια δολοφονία...
Κυνηγημένοι από τα στερεότυπα, ήμασταν αναγκασμένοι να κρύβουμε την αγάπη μας, μιας και πιστεύαμε σε διαφορετικούς θεούς. Εμείς όμως ξέραμε ότι οι θεοί μας μηχανεύτηκαν έναν ολόκληρο πόλεμο για να γνωριστούμε και μετά να μας χωρίσουν. Ωστόσο, δεν θα υποκύπταμε σε καμία θεϊκή εντολή και σε κανέναν ανθρώπινο νόμο. Η Βιολέτα ήταν το φως που γέμισε την καρδιά μου, ο λεβάντες που μου χάιδεψε την ψυχή. Ο θησαυρός μου, η Βιολέτα μου, ήταν το εισιτήριό μου για την αθανασία, το θαύμα που θα έσωζε τις αναμνήσεις μου, όταν θα τις απειλούσε η λήθη...