Μετά την ΚΑΣΣΙΑΝΗ (1942) και τη ΘΕΙΑ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ (1982), συνέθεσα το 1984 την ΑΚΟΛΟΥΘΙΑ ΕΙΣ ΚΕΚΟΙΜΗΜΕΝΟΥΣ, δηλαδή το καθ` ημάς REQUIEM (για να τονιστεί η αναλογία με τη γνωστή μουσική φόρμα της ευρωπαϊκής μουσικής).
Τελείως διαφορετική είναι η μουσική γλώσσα που χρησιμοποίησα στο έργο αυτό, σε σχέση με τα δύο προηγούμενα. Το δέος του «απαίδευτου», έλληνα που με διακατείχε όταν για πρώτη φορά στη ζωή μου άκουγα, έφηβος ων, συγχορδίες μέσα στην εκκλησία, είχε πλέον σβύσει ύστερα από 40 και πλέον έτη μουσικού βίου. Είναι πράγματι περίεργο το ότι αυτό το δέος υπήρχε τόσο έντονο μέσα μου ακόμη έως το 1982, προκειμένον να αντιμετωπίσω ένα εκκλησιαστικό κείμενο, όπως η ΘΕΙΑ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ. Το χέρι μου ανήκε ασφαλώς στα 1982, όμως η ψυχή μου είχε παραμείνει μαρμαρωμένη κι εκστατική στο 1942. Και το αποτέλεσμα μπορεί να χαρακτηριστεί σαν εκπλήρωση ενός εφηβικού πόθου - μιας νεανικής φιλοδοξίας που είχε σαν μέγιστα πρότυπα τον Πολυκράτη και τον Σακελλαρίδη...
Μετά από τη ΘΕΙΑ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ αισθάνθηκα απολυτρωμένος. Είχα πει άλλωστε στον πιστό συνεργάτη και φίλο Αντώνη Κοντογεωργίου - που χάρη σ ’ αυτόν και τους άξιους συνεργάτες του γράφω αυτά τα έργα - ότι φιλοδοξώ να συνθέσω πολλές θείες ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΕΣ, εάν μου το επιτρέψει ο πανδαμάτωρ χρόνος. Να συνθέσω και ΔΟΞΟΛΟΓΙΑ, ίσως και ΔΟΞΟΛΟΓΙΕΣ.
Ας μιλήσω όμως καλλίτερα για το REQUIEM
Η βασική διαφορά του από τα προηγούμενα εκκλησιαστικά έργα μου, έγκειται τόσο στην ίδια την υφή του «μέλους», όσο και στην εναρμόνισή του. Από κει και πέρα σημαντική σημασία έχει η χρήση των φωνών της χορωδίας, καθώς και η σχέση ανάμεσα στα τρία βασικά μουσικά υλικά, δηλαδή τους σολίστ, τη μικτή χορωδία, και την παιδική χορωδία.
Απαραίτητα θεώρησα, την εισαγωγή της γυναικείας φωνής - ως σολίστ - καθώς και τον ήχο της παιδικής χορωδίας. Αυτή η αντίθεση των παιδικών φωνών, σαν μια επιθετική παρουσία της ζωής προς το θάνατο, μας βοηθά πιστεύω για να απολυτρωθούμε από τη μακάβρια θεώρηση ενός αναπότρεπτου, αλλά ωστόσο συγκλονιστικού και μυστηριώδους φαινομένου.
Το κείμενο, (που εν πολλοίς ανήκει στον Ιωάννη το Δαμασκηνό), από τα υψηλότερα ανθρώπινα, πνευματικά, φιλοσοφικά και ποιητικά επιτεύγματα του ελληνικού λυρικού λόγου, μας βοηθά να ανακαλύψουμε τις ορθές και πραγματικές μας διαστάσεις μέσα στην παγκόσμια τάξη των πραγμάτων. Μας καλεί σε μια μεθυστική κατάδυση στο βάθος του εαυτού μας, για να ανακαλύψουμε «το φως που καίει», την ουσία και την πεμπτουσία της ανθρώπινής μας ύπαρξης. Να ενωθούμε με το μυστήριο του θανάτου, σαν τη μόνη εγγύηση και οδό, ότι έτσι ανακαλύπτουμε την ουσία της ζωής.
Με την αφιέρωση του έργου αυτού στους νεκρούς της σφαγής των Καλαβρύτων, αποτίω φόρο τιμής στη μνήμη των εθνομαρτύρων της νεώτερης ιστορίας μας.
Μίκης Θεοδωράκης