Μπήκα μέσα στο ναρκοπέδιο να πάρω ένα σκοτωμένο τρυγόνι. Βρήκα κι έναν σκαντζόχοιρο, τον βαλσάμωσα κι από τότε τον έχω για προσκέφαλο, ώστε να μην μπορώ να κοιμηθώ. Μόλις, όμως, κάπως λαγοκοιμάμαι, κάτι ξανοίγει -σπάζει η καλαμωτή του μυαλού. Και από εκεί βλέπω μέσα στα νερά μικρές ιστορίες-γυρίνους να τοξεύονται ακτινωτά προς τον βυθό. Νεογέννητοι γυρίνοι με κεφάλια πιο μικρά κι απ’ της καρφίτσας, σαν εκείνα του αμάρανθου. Και πρόσωπα που ρέουν, χάνονται κι επανέρχονται. Χειρονομίες και κουβέντες, χέλια λέξεων που τρέχουνε στα βαθιά -βουβά τρέιλερ. Τι να κάνω, νταγιαντώ μ’ αυτά, τώρα που πέρασαν οι παλιές Παρασκευές. Τα ξαναγεννώ, τα ξαναπλάθω και παρακαλώ:
«Μούσα, ορυξόνμοι, ως δικέλλη, τη γλώττη διέξοδον».