ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΟΥ ΑΓΩΓΙΑΤΗ
Κάποιος αγωγιάτης
γλυκομάτης,
πάγαινε το αγώι του
κάτου προς τη χώρα,
Και στην κοντοστράτα
-έρμα νιάτα-
έκαμε κι απόκαμε
και για κάμποση ώρα,
Στου δεντρού τον ίσκιο
το βαρίσκιο.
ξέζεψε, ξεπέζεψε
σ`ένα στρουγγολίθι,
Κι έγειρε στη χλόη,
μπρος στ`αγώι,
κι έκλεισε τα μάτια του
κι εβαριοκοιμήθη.
Τα μουλάρια ανάρια,
τα χορτάρια
πάτησαν, και μπήκανε
στου Στοιχιού τον τόπο.
Το Στοιχιό ξυπνάει
και σκορπάει
θάνατο στον άχαρο
κι έρμο στρατοκόπο.
Τα μουλάρια, αλλοιά τους
τα συλλοίκα τους
χάνουν και πλανεύονται
νύχτα στα λαγγάδια.
Και μουγγά, ισκιωμένα
φρενιασμένα,
κλαίνε τον αφέντη τους
χρόνους στα σκοτάδια.