«Πείτε μου πώς είναι το δέντρο, πείτε μου πώς είναι η δικαιοσύνη, μη μου λέτε πώς είναι η αξιοπρέπεια». Πείτε τους πώς είναι το δέντρο, διότι η φυλακή, σαν αχόρταγος βρικόλακας, ρουφάει σιγά-σιγά τις αναμνήσεις απ` τον έξω κόσμο. Πείτε τους πώς είναι η δικαιοσύνη, διότι εκεί όπου βρίσκονται, ανάμεσα σε τέσσερεις βρωμερούς τοίχους ή απέναντι απ’ το εκτελεστικό απόσπασμα, έχει γίνει ποταπή γελοιογραφία, μια πομπώδης απομίμηση, το ίδιο το προσωπείο του εξευτελισμού. Μην τους λέτε όμως τι είναι αξιοπρέπεια, διότι την γνωρίζουν πολύ καλά, μαζί της κοιμούνται και μαζί της ξυπνούν, έχουν φάει στο τραπέζι της ή της έχουν προσφέρει την πείνα τους κι, ανάμεσα στο ένα και στο άλλο, αντιμέτωποι με δεσμοφύλακες και δημίους, σφίγγοντας τα χείλια και τα δόντια την ώρα των ακραίων βασανιστηρίων, τούτοι οι άνθρωποι επαναπροσδιόρισαν την ανθρώπινη αξιοπρέπεια στα μέρη όπου, σύμφωνα με τον κήρυκα των εγκληματιών, θα έπρεπε εντέλει να την χάσουν. Αυτό το βιβλίο του Μάρκος Άννα μας διηγείται πώς συνέβη. Παρουσιάζεται ως αναμνήσεις μιας ζωής, αλλά είναι πολύ περισσότερο από κάτι τέτοιο, όχι μόνον επειδή ο συγγραφέας απορρίπτει όλους και έναν-έναν τους πειρασμούς να κοιταχτεί ικανοποιημένος στον καθρέφτη, αλλά, κυρίως, επειδή τον σπάει, ώστε, στα πάμπολλα κομμάτια του, να καθρεφτιστούν τα πρόσωπα των συντρόφων του στη δυστυχία. Το εγώ, εδώ, είναι πάντα εμείς.
Τούτο το βιβλίο είναι ένα μάθημα ανθρωπιάς.
(Από τον πρόλογο του Ζοζέ Σαραμάγκου)