Ο συγγραφέας του έργου επινόησε έναν εντελώς αποτυχημένο δικηγόρο και τον ζευγάρωσε με έναν εξίσου αποτυχημένο εγκληματία, θίγοντας παράλληλα τη θλιβερή εξάρτηση των δικηγόρων με τους εγκληματίες, οι οποίοι χωρίς αυτούς θα έμεναν άνεργοι. Τονίζει ακόμα τη φιλική σχέση, που δημιουργείται μεταξύ του συνηγόρου και του κατηγορουμένου, αφότου ο πρώτος αναλαμβάνει την υπεράσπιση του δεύτερου, όπως επίσης και τη συνταύτιση του δικηγόρου με την υπόθεση που χειρίζεται και ιδιαίτερα κατά τη διεξαγωγή της δίκης, όντας η φωνή και η ψυχή του κατηγορουμένου, πασχίζοντας πολλές φορές περισσότερο από τον τελευταίο. Χαρακτηριστικό είναι, ότι ο κατηγορούμενος, ο οποίος αντιμετωπίζει στο έργο βαρύτατη κατηγορία νιώθει μεγαλύτερη λύπη για τον άτυχο δικηγόρο, παρά για τον εαυτό του.
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]