«Ούτε οι Αθηναίοι αντιστάθηκαν εναντίον των Περσών για χάρη της ελευθερίας των Ελλήνων, μήτε οι Έλληνες για χάρη της δικής τους ελευθερίας. Οι Αθηναίοι πολέμησαν, με στόχο να υποκαταστήσουν τη δική τους κυριαρχία στη θέση της περσικής δεσποτείας, ενώ εξ άλλου οι άλλοι Έλληνες εναντιώθηκαν στην εκ Περσίας στρατιωτική εισβολή, αγνοώντας ότι απλώς και μόνον πάσχιζαν ν` αποφύγουν έναν τύραννο, προκειμένου ν` αποκτήσουν κάποιον άλλον, καθόλου λιγότερο συνετό από τον πρώτο, όμως ασφαλώς χειρότερα συνετό εκείνου!» (Συρακούσιος Ερμοκράτης, προς τους Καμαριναίους)
Αυτή είναι η ωμή αλήθεια, η οποία επιβεβαιώνεται σταθερά έκτοτε για όλους τους εκάστοτε ισχυρούς λαούς, έως και στις δικές μας πικρές μέρες.
Μια αλήθεια, η οποία δεν μπορεί ν` αποκρυβεί, όσα εντυπωσιακά λόγια κι αν ακούγονται. Δηλαδή: κούφιες ωραιολογίες, όπως ενδεικτικώς ο κομπασμός του Περικλή, αναφορικά με τους προγόνους των Αθηναίων, οι οποίοι, «κατοικώντας οι ίδιοι πάντοτε, ως τις μέρες μας, τούτην εδώ τη δική μας χώρα, μεσ` απ` τη διαδοχή αδιάκοπων γενεών, τελικώς, με τη δική τους ανδρεία, την παρέδωσαν σ` εμάς ελεύθερη, έτσι που να είναι άξιοι επαίνου, τόσον εκείνοι, όσον εξ ίσου και οι δικοί μας πατέρες».
Η πικρή πραγματικότητα συνοψίζεται στην παραδοχή της ακατάσχετης ανθρώπινης ροπής και σταθερής αμαρτίας, που δεν είναι άλλη από την ακόρεστη εξουσιολαγνία. Σε όλους τους χώρους ανθρώπινης επιρροής. Ακόμη και στους ιερούς χώρους της ευαισθησίας της θρησκευτικής συνείδησης, καθώς και στους χώρους καλλιέργειας του έρωτα για τη γνώση.
Αυτός είναι ο καημός του συγγραφέα, ο οποίος όμως οφείλει να καταγράψει και την έντονη εναντίωση που συνάντησε σχετικώς, προτού ακόμη να στείλει τα χειρόγραφά του στο τυπογραφείο [...]
[Απόσπασμα από το κείμενο της εισαγωγής της έκδοσης]