Καθώς διανύω την έβδομη επταετία της ζωής μου, η γνώση της ματαιότητας που καθημερινά με οδηγεί στο να αναθεωρώ -μιλώντας εκ του ασφαλούς βέβαια, γιατί, όπως λένε κι εδώ, τον έχω δέσει τον γάιδαρό μου- με κάνει όλο και πιο ολιγαρκή. Μου αρκεί λίγο διάφανο κρασί, οι χιλιάδες αποχρώσεις της θαλασσινής παλέτας και το φως του Αιγαίου, μακριά από τη βοή της αγοράς και τη μικρότητα των θνητών.
Ποτέ δεν επιχείρησα να γράψω. Λειτουργούσα πάντα με εικόνες, όχι με λέξεις. Τις λέξεις τις έβλεπα πάντα σαν μικρές ζωγραφιές. Γι` αυτό θα βρεις σε πολλούς πίνακές μου γράμματα και λέξεις. Δεν είχα συνειδητοποιήσει απ` την αρχή ότι τις λέξεις ανέκαθεν τις έβλεπα σαν ένα σχήμα, κυρίως τις χειρόγραφες.
Ίσως γι` αυτό είμαι και ορθογράφος. Δεν ξέρω τους γραμματικούς κανόνες, είμαι οπτικομνήμων· οι ανορθογραφίες μου πληγώνουν την αρμονία της εικόνας της λέξης.
Τέλος πάντων, μακρηγορώ και ξεφεύγω από το θέμα μου. Τα γράφω όλα αυτά, θέλοντας να σου πω πως είναι η πρώτη φορά που παίρνω μολύβι και χαρτί για ν` αφηγηθώ κάτι. Συνήθως όταν πιάνω αυτά τα εργαλεία σκιτσάρω.
Μάλλον δεν ξέρω πώς ν` αρχίσω, δεν είναι εύκολο. Προφορικά όμως, θα μου ήταν πιο δύσκολο. Θα ήμουν πολύ συνοπτικός κι είναι σίγουρο πως θα ξεχνούσα τα περισσότερα. Πάνε άλλωστε αρκετά χρόνια· τόσα, όσα και η ηλικία σου.
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]