Θυμάμαι, νιόπαντρη, μια καρτούλα που συνόδευε ένα ζευγάρι γάντια: "Στο αγαπημένο Ναυσικάκι μου, για να μην κρυώνουν τα χεράκια του". Την έσκισα και την πέταξα -δεν άντεχα τη μητέρα μου ανθρώπινη. Όποτε θυμάμαι την καρτούλα από τότε, με παίρνουν τα δάκρυα. Όποτε, δυστυχώς, θυμάμαι άλλες παρεμβάσεις της όταν ήμουν νιόπαντρη, σκέφτομαι πόσο θα ήθελα να είχα χίλιες καρτούλες για να σκίσω.
Όποτε την κλαίω, την κλαίω γι` αυτό που δεν υπήρξε. Ίσως, όταν πεθάνει, να την κλάψω για ό,τι υπήρξε, είτε απωθώντας είτε -μακάρι- νοσταλγώντας αυτό το "ό,τι υπήρξε".
Αυτή η αφήγηση σκιαγραφεί το χρονικό μιας σχέσης που παραμένει δυναμική και ενεργή, ακόμα και όταν είναι φαινομενικά απούσα: της σχέσης με τη μητέρα.
Παράλληλα, η αφήγηση αυτή, φιλτραρισμένη μέσα από την ψυχαναλυτική εμπειρία, σκιαγραφεί και το χρονικό μιας προσωπικής μεταμόρφωσης, δηλαδή της μετάβασης απ` αυτό που ήμουν ή που ήθελα να είμαι σ` αυτό που προσπάθησα ή που μπόρεσα να γίνω.
Σας την απευθύνω, σίγουρη ότι θα φτάσετε κι εσείς στην ίδια χαρμόσυνη κι ελπιδοφόρα διαπίστωση, που σας αφορά όσο κι εμένα: σαν πεταλούδα ευαίσθητη, αλλά και σαν βράχος ανθεκτική, η ψυχή αντιστέκεται. Η ψυχή θέλει. Η ψυχή δύναται, ανεβαίνει στο φως, ελευθερώνεται και εορτάζει.