Παρόλο που είναι ευρύτερα γνωστός για το πεζογραφικό του κυρίως έργο, ο Χόρχε Λουίς Μπόρχες ξεκίνησε τον λογοτεχνικό του βίο ως ποιητής και αποκαλούσε τον εαυτό του ποιητή. Είναι γεγονός ότι για ένα διάστημα αφοσιώθηκε στην πεζογραφία και τη δοκιμιογραφία, όσο προχωρούσε η τυφλότητα όμως επανερχόταν στην ποίηση, και μάλιστα στην έμμετρη παραδοσιακή: `Μια και δεν μπορούσα πια να κάνω προσχέδια, ήμουν αναγκασμένος να εργάζομαι με τη μνήμη. Και αφού, οπωσδήποτε, ευκολότερα θυμάται κανείς στίχους παρά πρόζα, προτιμά πολύ περισσότερο ένα παραδοσιακό ποιητικό ύφος παρά ένα ελεύθερο. Ο έμμετρος στίχος είναι, κατά κάποιον τρόπο, φορητός. Μπορείς περπατώντας ή ταξιδεύοντας να συνθέτεις ή να επεξεργάζεσαι ένα σονέτο, γιατί το μέτρο και η ομοιοκαταληξία έχουν το καλό ότι απομνημονεύονται`.
Έγραψε εκατοντάδες ποιήματα, χτισμένα σε εντελώς διαφορετικά θέματα. Ποιήματα για μάχες, μυθικές ή ιστορικές προσωπικότητες, καθρέφτες, ξίφη και κλεψύδρες, περικλείοντας συχνά έναν κόσμο που άλλοτε βρίσκεται στην προέκταση και άλλοτε στον αντίποδα σχεδόν της φαντασιακής δομής της πρόζας του. Στα ποιήματα αφήνει πού και πού να ξεγλιστράει κάποιο συναίσθημα, κάτι που στα πεζά του αποφεύγει.
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]