Αυτός ο κόσμος που έμεινε, και επέμενε ανυποχώρητα να μένει στην Αριστερά, μπορούσε να είναι καλός επιχειρηματίας, καλός οικογενειάρχης, καλός επιστήμονας, ακόμα και καλός ποιητής, κι όμως όλα αυτά τα θυσίασε, κλείστηκε σε ένα κελί ή σε ένα στρατόπεδο μέσα στα συρματοπλέγματα, πείνασε, αρρώστησε, κουράστηκε σε καταναγκαστικές εργασίες και προπάντων στερήθηκε τα αγαπημένα του πρόσωπα, την οικογένειά του, τον στερήθηκαν κι αυτοί. Αυτό τον κόσμο λοιπόν νομίζω ότι δεν μπορούμε να τον κρίνουμε ως ψυχροί ανατόμοι, ξαπλώνοντας το πτώμα -ή το σώμα- στο χειρουργικό τραπέζι και κομματιάζοντάς το, με τη μάχαιρα του τάχα αντικειμενικού αναλυτή. Θέλω να πω, μιλώντας στους ιστορικούς της σύγχρονης εποχής, πως δε φτάνουν τα άψυχα χαρτιά, τα `τεκμήρια`.
Αν δεν μπορέσουμε να μεταφερθούμε στην εποχή με τις ιδιαιτερότητές της, να μπούμε στο πετσί των τοτινών ανθρώπων, να βιώσουμε όσο γίνεται το δράμα τους ή απλώς τη ζωή τους, να ιδρώσουμε και να `ματώσουμε` ψάχνοντας τα χαρτιά, να βγάλουμε όξω την ψυχή τους, να μετρηθούμε με το Χάρο που στέκεται πολλές φορές πίσω από το χαρτί, κάτω από το χαρτί, μέσα στο χαρτί, δε θα μπορέσουμε να καταλάβουμε την ουσία των πραγμάτων, γιατί η ουσία των πραγμάτων είναι τα πάθη και τα κλέη των ανθρώπων που έφτιαξαν τα πράγματα. Μόνο τότε, οι `νέοι` που αποφάσισαν να κρίνουν τους `παλιούς` θα έχουν εξασφαλίσει το έχει καλώς από την Ιστορία.
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]