Το ποίημα γράφτηκε, σε μια οκταετία, γύρω στο 1830. Ο Μπελίνσκι, κορυφαίος ρώσος διανοούμενος του 19ου αιώνα, γράφει σε κάποιο κριτικό του σημείωμα: "Τα μέσα μας δεν φτάνουν για να κάνουμε μια δίκαιη κρίση σ` ένα έργο σαν αυτό".
Το μέγεθος του ποιήματος το κατατάσσει στα έπη. Ο έρωτας του Ευγένιου, της Τατιάνας, του Βλαδίμηρου, της Όλγας, δεν είναι τίποτα μπροστά στον έρωτα του Πούσκιν για τη Ρωσία, το λαό της, τις αξίες αυτού του λαού, τη γλώσσα του. Ο Πούσκιν "παντρεύει" μια ερωτική ιστορία μ` ένα ταξίδι στην απέραντη χώρα του. Δεν παύει να εξυμνεί τη Ρωσία κρίνει όμως ανελέητα τη ρώσικη κοινωνία, την ταξική της σύνθεση και ειδικότερα την ανώτερη τάξη, με την ξενόφερτη νοοτροπία της. Έτσι, αν και το ποίημα είναι ερωτικό, σε κάθε του στροφή, γίνεται φανερή η κοινωνική κριτική και η ρώσικη πραγματικότητα, χωρίς αυτά τα στοιχεία να καθιστούν ρεαλιστικό το έργο, εφόσον η τεχνική του δανείζεται την τεχνική του ρομαντισμού.