Πρωτοσυνάντησα τον Δημήτρη Λαλέτα στη Θεσσαλονίκη. Ιούνιος του 1990. Έπιασε βροχή και καταφύγαμε σ` ένα καφενείο. Από όλους τους τίτλους τιμής που θα μπορούσες να τον στολίσεις - κι είχε πολλούς, του άξιζε ο τίτλος: παιδί σαν τον Χριστό.
Μου μίλησε για τη ζωή του στην Αλεξανδρούπολη -εκεί γεννήθηκε και ανδρώθηκε, και μου έδειξε το θησαυροφυλάκιό του- έργα της ζωγραφικής του. Παράξενα, αιγυπτιακά, σαν Φαγιούμ πρόσωπα, λαϊκοί άνδρες, γεμάτοι ζωή και θάνατο, παλαιστές με χαμένες τις πρωινές τους νίκες, ποδοσφαιριστές χωρίς γραμματικές γνώσεις, έτοιμοι να χορέψουν, να κλάψουν, να πεινάσουν, να πεθάνουν. Γυναίκες που δεν γνώρισαν τα στέφανα του γάμου, μπροστά σε καθρέφτες ή πόρτες ανοιγμένες στο πουθενά. Νεαρά κορίτσια με τα καλά τους ρούχα για την βόλτα στην παραλία. Στον Φάρο της Αλεξανδρούπολης, ίσως. Μου άρεσαν τα έργα που μου έδειξε και τα αγόρασα για να γίνω ο πρώτος πελάτης του.
Μου μίλησε για την βιοτεχνία που πήγε το πρωί να ζητήσει δουλειά, στη Θεσσαλονίκη, και του είπαν, αργότερα, και την ανάγκη του να δουλέψει... Μόλις είχα αγοράσει το βιβλιοπωλείο στην Διδότου 39, και του ζήτησα να κάνουμε την πρώτη του έκθεση ζωγραφικής εδώ. Στα εγκαίνια του βιβλιοπωλείου. Και εγένετο.
Όμως αυτός, ο αριστερόχειρ, ζωγράφος, έκανε θαύματα και άρχισε να μεταφράζει, να βρίσκει τα εξώφυλλα των βιβλίων στις εκδόσεις μας, να κάνει σχέδια για το περιοδικό `Οδός Πανός`... Τον παρακολουθούσα ν` αλλάζει, να μεγαλώνει, να περνάει σ` άλλα θέματα της ζωγραφικής του τέχνης και να φτάνει στα άλογά του μες στη νύχτα με τους αναβάτες του να τα κρατούν από τα χαλινάρια. Δίπλα σε λίμνες, σε ποτάμια, σε ακρωτήρια, σε πυκνά δάση, έκρυβε την γυμνότητα των λουομένων που συνέχιζαν τον πανθεϊσμό τους μες στη φύση. Μυστικές συνομιλίες. Σιωπές στο πουθενά. Γλυκά φιλιά που χάθηκαν στο χρόνο και τώρα μένουν να τιθασεύουν ήρεμα άλογα στη νύχτα. Κι αυτά υπακούουν στην αγάπη του αφέντη τους. Τον κοιτούν στα μάτια και διαβάζουν τα μυστικά του. Οι μοναχικές του γυναίκες μεγάλωσαν, περπάτησαν στους δρόμους του Λονδίνου, της Ρώμης, της Μαδρίτης - δίπλα σε λεωφόρους, στα καφέ άπλωσαν την νωχέλιά τους να συνομιλήσει με τον ερωτισμό. Στα μάτια τους ένα νέο φως. Μια αστραπή.
Ο Δημήτρης Λαλέτας έφυγε προς τον κόσμο των ιδεών του Πλάτωνος - που ήταν και δικός του· γεμάτος θαυμαστά ζωγραφικά οράματα.