Ο Δεκαπενταύγουστος ήταν η καλύτερη στιγμή του καλοκαιριού για το Μανώλη και τη Δέσποινα. Το σπίτι του παππού και της γιαγιάς, καρφιτσωμένο σε κάποια πλαγιά της Ηπείρου, δεν το άλλαζαν με τίποτε. Μόνο που φέτος τα πράγματα ήταν κάπως... διαφορετικά. Οι δυσκολίες της πατρίδας μας, τα προβλήματα των ανθρώπων της και ειδικά των νέων, είχαν ρίξει ένα βαρύ πέπλο από πάνω τους.
Τότε μπήκε στη μέση ο παππούς. Παρακινούμενος από τη διάκριση και την αγάπη του για τον Άγιο Κοσμά τον Αιτωλό, τους μίλησε για τη ζωή και τις προφητείες του, αλλά κυρίως τους παρότρυνε να τον γνωρίσουν, ακολουθώντας τα χνάρια του σε μονοπάτια των βουνών που ήταν γεμάτα ιστορίες και θρύλους. Μέσα από αυτές τις διαδρομές, όλη η οικογένεια όχι μόνο διαπίστωσε την αλήθεια των λόγων του Αγίου, αλλά έμαθε να ζει με κάτι που είχαν ξεχάσει: την ελπίδα.
Έτσι, παππούς, γιαγιά, γονείς και εγγόνια βάλθηκαν να βρουν τρόπο για να βγάλουν τον τόπο τους από την αφάνεια. Ο Άγιος βέβαια ήταν αυτός που τους παρακίνησε, αυτοί όμως έπρεπε να κάνουν την ευλογία πράξη.
Κάπου ψηλά, σ` ένα χωριό της Ηπείρου...
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]