Η γνωριμία μου με τα καφενεία ξεκίνησε μ` έναν ασυναίσθητο και χωρίς καμιά ιδιαίτερη προσπάθεια τρόπο. Τόσα χρόνια που ταξιδεύω και γράφω για το Αιγαίο Πέλαγος, τα καφενεία αποτελούσαν πάντα σημαντικό σταθμό των ερευνών μου.
Στο καφενείο θα ξαπόστανα φτάνοντας σ` ένα χωριό κι από κει θα έπαιρνα τις πρώτες μου πληροφορίες. Εκεί θα καταστρώνονταν τα σχέδια δράσης κι εκεί θα ξεπερνούσα σταδιακά την αμήχανη μοναξιά του νεοφερμένου, καθώς ένας ένας οι θαμώνες θα με πλησίαζαν για να μου δώσουν πρόθυμα πληροφορίες και να με βοηθήσουν. Και τα βράδια, μετά τη λήξη των διάφορων αποστολών, όταν θα επέστρεφα αποκαμωμένος στο καφενείο εξιστορώντας τα `κατορθώματά` μου και επιβεβαιώνοντας τα στοιχεία και την ορθότητα των οδηγιών που μου `χαν δώσει οι θαμώνες του, ανάμεσα σε μεζέδες και ρακές θα γλεντούσαμε τις ερευνητικές επιτυχίες μου. Αλλά πιο πολύ θα γλεντούσαμε τη χαρά της γνωριμίας μας. [...]
[Απόσπασμα από το κείμενο του προλόγου]