Ύστερα από τρία χρόνια, παίρνοντας τη σύνταξή της από το Βρεταννικό Ναυαρχείο όπου είχε μια θέση προϊσταμένης, η Ιμογένη Μακ Κάρθερυ, κόρη ενός πρώην λοχαγού της Στρατιάς των Ινδιών, ξαναγύρισε στο γραφικό της χωριό. Η είδηση της επιστροφής της που διαδόθηκε από στόμα σε στόμα, με ταχύτητα αστραπής, όπως ήταν επόμενο, αναστάτωσε τους κατοίκους του Κάλλαντερ. Η ανάμνηση των περιπετειών της, ο δυναμικός τρόπος που αντιμετώπιζε τα πράγματα και η μανία της να σπέρνει γύρω της πτώματα έκαναν τους απλοϊκούς ανθρώπους του Κάλλαντερ να τη φαντάζονται άλλος με τη μορφή της Ιεζάβελ και άλλος με τη μορφή της Ζαν Ντ` Αρκ. Για τον αστυνόμο Άρτσιμπαλντ Μακ Κλόσταφ που η είδηση του ερχομού της κοκκινομάλλας γεροντοκόρης τον βρήκε τη στιγμή που έπαιζε μια παρτίδα σκάκι, σήμαινε - πρέπει να το ομολογήσουμε απερίφραστα - καταστροφή! Ο ευφάνταστος αστυνόμος έβλεπε κιόλας να γεμίζει ο τόπος από αίματα και νεκρούς - πράγμα κάπως υπερβολικό, όπως θα δούμε - μια και η καημένη η Ιμογένη δεν είχε καμμιά πρόθεση να μεταβάλει το Κάλλαντερ σε σφαγείο. Το πολύ-πολύ, έτσι για να κρατηθούν τα προσχήματα και για τη διατήρηση των εθίμων - και παρά την απόγνωση του ξενοδόχου Τζέφερσον Μακ Πάντις, αμείλικτου εχθρού της από παλιά - να σήκωνε απλώς την αυλαία σ` ένα σκηνικό μιας ασήμαντης μικροαυτοκτονίας. Μιας αυτοκτονίας, όμως, που όπως θα παρατηρήσετε, παρουσίαζε μιαν αξιόλογη πρωτοτυπία: το θύμα είχε κατορθώσει να τερματίσει τη ζωή του σε μια στιγμή που - σύμφωνα με την έκθεση του γιατρού Έλσκοτ - βρισκόταν λιπόθυμο ύστερα από ένα δυνατό χτύπημα στην ινιακή χώρα.