Τούτη η γη ήταν αχανής, το αίμα και οι εποχές συγχέονταν μέσα της, ο χρόνος γινόταν ρευστός. Η ζωή εδώ ήταν ζυμωμένη με τη γη, και για να ενσωματωθείς σ’ αυτήν θα ’πρεπε να πλαγιάσεις και να κοιμηθείς για χρόνια και χρόνια πάνω στο λασπερό ή ξερό χώμα. Εκεί, στην Ευρώπη, ήταν η ντροπή και η οργή. Εδώ, η εξορία ή η μοναξιά, ανάμεσα σ’ αυτούς τους νωχελικούς και δονούμενους τρελούς που χόρευαν για να πεθάνουν. Μα, μέσα στην υγρή νύχτα, γεμάτη από ευωδιές φυτών, έφτανε ακόμα στ’ αφτιά του η αλλόκοτη κραυγή πληγωμένου πουλιού που είχε βγάλει η ωραία κοιμωμένη της καλύβας. . . ». Έξι διηγήματα με κοινό θέμα την εξορία και το βασίλειο του ανθρώπου [. . .]
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]