Τα μαθηματικά ένα δύσκολο μάθημα για πολλά παιδιά, είναι ακόμη πιο δύσκολο για τα παιδιά γλωσσικών μειονοτήτων, γιατί στις γνωστικές απαιτήσεις του περιεχομένου τους προστίθενται γλωσσικές απαιτήσεις για την επικοινωνία του. Η μαθηματική γνώση κατακτάται στη σχολική τάξη κατά τη διάρκεια αλληλεπιδράσεων που έχουν νόημα για τα παιδιά. Στην περίπτωση όμως παιδιών που η μητρική τους γλώσσα δεν συμπίπτει με τη γλώσσα διδασκαλίας αυτές οι αλληλεπιδράσεις συχνά δεν έχουν νόημα.
Η γλώσσα λοιπόν, τόσο η γλώσσα που χρησιμοποιείται στην τάξη όσο και η γλώσσα των μαθηματικών, είναι ένας από τους βασικούς παράγοντες των προβλημάτων που αντιμετωπίζουν τα παιδιά στη μαθηματική εκπαίδευση. Στα μαθηματικά, όπως και σε άλλα γνωστικά αντικείμενα, τα νοήματα μεταφέρονται με γραπτή ή προφορική γλώσσα στην οποία καθημερινές λέξεις αποκτούν νέο περιεχόμενο ως μέρος ενός συνόλου αποκλειστικών νοημάτων και δομών που εκφράζουν αυτά τα νοήματα (Halliday, 1978).
Η γλώσσα των μαθηματικών, όπως και η φυσική γλώσσα, εκτός από λεξιλόγιο διαθέτει συντακτικά, σημασιολογικά και πραγματολογικά χαρακτηριστικά που πρέπει να μάθουν τα παιδιά και να κατανοήσουν το περιεχόμενο του μαθήματος. Ο χρόνος που μεσολαβεί από την ένταξη των παιδιών στο σχολείο έως ότου αποκτήσουν επάρκεια στη δεύτερη γλώσσα και στην γλώσσα των μαθηματικών επηρεάζει αρνητικά την απόκτηση δεξιοτήτων και την ανάπτυξη σκέψης ανωτέρου επιπέδου, άρα επηρεάζει αρνητικά και τη πρόοδό τους στη μαθηματική εκπαίδευση.
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]