Μια και δεν είχα ιδέα, μήτε απόκτησα ποτέ, από τον ψυχισμό των γυναικών, η μόνη γλώσσα που γνώριζα ήταν του χαμόγελου. Αν γελούσαν ή χαμογελούσαν, όλα ήταν καλά. Αν γκρίνιαζαν, ήταν άσχημα. Αν ούρλιαζαν, ήταν πολύ άσχημα. Αν έπαιρναν μαχαίρι και το κουνούσαν απειλητικά, ήταν πάρα πολύ άσχημα. Αν έκλαιγαν, ήταν θλιβερά. Το χειρότερο ήταν όταν δεν μιλούσαν, διότι αυτό εσήμαινε ότι η σκέψη τους πήγαινε στα τεράστια και δραστήρια γεννητικά όργανα των παλαιών ή υποψηφίων εραστών τους, στην ευγένειά τους, στην κιμπαροσύνη και στο μεγαλείο τους, στα σφιχτά τους στομάχια και στην ερωτευμένη συμπεριφορά τους. Με την Δυναμό ήμουν πολύ σοβαρά ερωτευμένος για να αναρωτηθώ σοβαρά περί του είδους της συντροφιάς που θα είχαμε. Υπερέβαινε παρασάγγες τις ελπίδες αυτή η ακαταμάχητη μορφή. Άρχισα να αντιλαμβάνομαι καλύτερα τα μυθιστορήματα όπου περιγράφονται άνδρες διαλυμένοι από γαλάζιους αγγέλους και ωραίες του Πέραν, από Τζίλντες και Λολίτες. Η κρίσιμη στιγμή του φυσικού θριάμβου ενός αρσενικού, η ώρα που η μοιραία τον αποδέχεται στον κόλπο της, είναι ταυτόχρονα και η καταρράκωση του, διότι πρέπει να της αντιχαρίσει εμπιστοσύνη, ευγνωμοσύνη, στοργή και κατανόηση, ιδιότητες που έχουν τα αηδόνια, τα προβατάκια, οι καμηλοπαρδάλεις και οι ταμειακές μηχανές, αλλά όχι οι άνδρες.
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]