Πάντα ήθελα να γράψω ένα βιβλίο. Από μικρό παιδί. Πάντα ήθελα να φτιάξω σε μια γωνιά του μυαλού μου μερικά δωμάτια σαν καταφύγιο για τις ώρες της μεγάλης καταιγίδας, όταν θα καταλάβαινα ότι η αναμονή του έρωτα δεν έχει κανένα νόημα. Αγαπούσα βέβαια, αλλά η αγάπη μου ήταν πολύ παράξενη, δεν είχε όνομα, ούτε αντικείμενο κι ήταν πιο τυραννική από οποιαδήποτε κανονική αγάπη. Με έτρωγε σαν αρρώστια και συνεχώς με απογοήτευε, ήταν μια θολή επιθυμία που δεν έμαθα να απευθύνω στους άλλους.
Ζούσα στη Γειτονιά των Καλών Κλεφτών και θα `πρεπε να νιώθω περήφανη γι` αυτό. Ποτέ μου δεν ένιωσα έτσι όμως. Η Γειτονιά των Καλών Κλεφτών είναι ένας δρόμος που ανέβηκα μια νύχτα με βροχή. Είναι ολόκληρος ο μικρόκοσμος της αγάπης μου και βρίσκεται εκεί στο λόφο, πάνω από τις στέγες της πρωτεύουσας. Τα βράδια η πόλη κάτω λάμπει, μυριάδες φωτάκια από τα σπίτια των ήσυχων ανθρώπων που ποτέ δε με απασχόλησαν και ούτε πρόκειται να με απασχολήσουν πια -γιατί γι` αυτούς δεν υπήρξε χώρος στη ζωή μου, ούτε συμπόνια. Είναι πάντως ένα όμορφο θέαμα η πόλη, έτσι όπως φαίνεται κάτω από τη νύχτα της Γειτονιάς.
[Απόσπασμα από κείμενο παρουσίασης εκδότη ή έκδοσης]