Η ζωή παίρνει το νόημά της, όσο κι αν αυτό φαίνεται εκ πρώτης όψεως αντιφατικό, από τις ακραίες αντιθέσεις της. Ο θάνατος είναι ο μέγιστος φωτοδότης της. Η ομορφιά δίχως τη μεγαλύτερη αδελφή της, την ασχήμια, δεν θα είλκυε κανέναν. Ποιος άνθρωπος θα επιθυμούσε να αποκτήσει πλούτη, αν δεν υπήρχαν εκείνοι που θα τα ζήλευαν και δεν θα μπορούσαν να τα αποκτήσουν; Τα γέλια υπενθυμίζουν πως κάπου, πολύ κοντά, παραμονεύουν τα δάκρυα. Τι αφόρητη πλήξη θα μας προκαλούσαν οι επιτυχίες, δίχως τα νεκροταφεία των χαμένων αγώνων, των ανεκπλήρωτων προσδοκιών. Η αθανασία θα μας οδηγούσε κάποια στιγμή, νομοτελειακά, στην αυτοκτονία. Και τέλος, καλή μου Σάρα, αν ήταν σίγουρο πως όλοι θα ανταποκρίνονταν εκ προοιμίου στον έρωτά μας, τότε τις περισσότερες φορές θα αποζητούσαμε τη μοναξιά.
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]