Δίχως την αγάπη του γι` αυτήν τη γυναίκα, η ζωή θα `ταν μια απέραντη σκοτεινιά μες στα δάση της Λούντα Νόρτε, στα σύνορα της Αγκόλα με το Ζαίρ. Έμεινα φυλακισμένος εκεί δυο μέρες μαζί μ` έναν συνάδελφο, έναν Σοβιετικό στρατιωτικό εκπαιδευτή κι έναν άλλον που νομίζαμε για πτώμα πεταμένο σε μια γωνιά του κελιού, πάνω στην ξερασμένη λάσπη, έναν Αφρικανό που δεν φορούσε στολή εκστρατείας όπως εμείς, αλλά σκούρο κοστούμι με πουκάμισο λευκό, λερωμένο με αίμα. Όταν απειλείται, η ζωή προβάλλει γυμνή, θαμπώνει με την ακροτελεύτια μηχανική της απλότητα. Ανακάλυψα, τις ώρες της φυλακής, τα ανιερά τούτα γρανάζια: ο φόβος συνθλίβει τον υποτιθέμενο πολύπλοκο ψυχισμό μας, ύστερα η δίψα και η πείνα αποδιώχνουν τον φόβο, απομένει η αποτρόπαια μηδαμινότητα του θανάτου, μα πολύ γρήγορα το ρίγος ετούτο του νου φαντάζει γελοίο μπρος στους άβολους καταναγκασμούς του σώματος. . . Μια σπουδή στη φρίκη του πολέμου και στην παράνοια των ιδεολογιών. Μια τρυφερή ιστορία για την ελευθερία, τον θάνατο και την ανθρώπινη αγάπη, μέσα στα ερείπια των επαναστατικών ιδεών και τις στάχτες των οραμάτων.
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]