Με χώρισα στα δύο και στάθηκα στη μέση. Η Μαρία. Η Ελένη. Το Ναι της μιας, το Ναι της άλλης, και ο Θεός, παντού και Απών, να κατοπτεύει. Μέρες ζωής. Νύχτες φωτιάς. Το Μέγιστο Ερώτημα αναπάντητο. Και η αγάπη να χώνεται, να διαλύει τα σκοτάδια, να γιατροπορεύει, να στρώνει δρόμους. Χριστέ μου, πόσο ωραίο είναι το φως... Πόσο χρυσός ο ήλιος!
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]