Αρχές της δεκαετίας του `70. Ένα πλούσιο γαμήλιο τραπέζι στις όχθες του Ινδικού Ωκεανού, στην ταράτσα ενός επιταγμένου ξενοδοχείου στο οποίο διαμένουν οι οικογένειες των πορτογάλων αξιωματικών που πολεμούν τους εξεγερμένους Αφρικανούς.
Η νύφη, η Εβίτα, έχει μόλις φτάσει από την Πορτογαλία στη Μοζαμβίκη, ειδικά για να παντρευτεί τον αγαπημένο της, Λουίς Αλέξ, που υπηρετεί εκεί τη στρατιωτική του θητεία, ως έφεδρος ανθυπολοχαγός. Στο πρόσωπο όμως του αγαπημένου της δεν αναγνωρίζει πλέον τον ενθουσιώδη φοιτητή των Μαθηματικών που είχε ερωτευτεί στη Λισαβόνα, αλλά έναν στυγνό σφαγέα ανυπεράσπιστων γυναικόπαιδων. Είκοσι περίπου χρόνια αργότερα, η ίδια γυναίκα, η Εύα Λόπο, σχολιάζει ένα αφήγημα με θέμα τη νύχτα του γάμου της και ανακαλεί στη μνήμη της την περίοδο εκείνη, σκιαγραφώντας το ανελέητο πορτρέτο του πολέμου και του φόβου, ιδωμένο με τη ματιά μιας γυναίκας που θα `θελε να φωνάξει για όσα, μέχρι τότε, ακούγονταν μόνον ως ψίθυροι. [...]