«Άνοιξα για δεύτερη φορά τα φτερά μου. Θα γίνεις η συντρόφισσα ενός νέου που πετά σαν αϊτός ψηλά στα βουνά και περνά τις νύχτες του ξαποσταίνοντας σαν λιοντάρι στους αγριότοπους; Θα είσαι ικανοποιημένη με την αγάπη ενός άντρα που δέχτηκε την αγάπη σαν φίλο μα δεν θα την αφήσει να γίνει αφέντης του; Θα μπορέσεις ν` αρκεστείς στον πόθο μιας καρδιάς συνεπαρμένης κι όμως απρόθυμης να παραδοθεί, μιας καρδιάς που καίγεται μα δε θα γίνει στάχτη; Θα γαληνέψεις με τη στοργή μιας ψυχής που τρέμει στην καταιγίδα μα δε λυγίζει, που σείεται στη θύελλα μα δεν ξεριζώνεται; Θα είσαι ευχαριστημένη μ` εμένα για σύντροφο, έναν σύντροφο που δε γυρεύει να γίνει μήτε αφέντης μήτε σκλάβος; Εάν ναι, τότε, να το χέρι μου. Πάρε το στο λεπτεπίλεπτο χέρι σου. Να το κορμί μου. Αγκάλιασέ το με τα όμορφα μπράτσα σου. Να τα χείλη μου. Φίλησε τα μ` ένα αργό, βαθύ, σιωπηλό, φιλί».
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]