Τον νόστο του, την επιστροφή του στην πατρίδα, διηγείται ο Οδυσσέας στον Αλκίνοο, τον βασιλιά των Φαιάκων. Όταν όμως τον βλέπουμε να εκφράζει τον πόθο του να γυρίσει στη γενέθλια γη, αυτό που νιώθει εκείνη τη στιγμή είναι νοσταλγία, μα δεν διαθέτει την κατάλληλη λέξη για να το εκφράσει. Διότι στη `νοσταλγία` δένονται μεν δύο ομηρικές λέξεις, ο νόστος και το άλγος, αλλά η λέξη αυτή δεν υπήρχε στα ελληνικά, ούτε φυσικά σε καμιά άλλη γλώσσα.
Όπως θα δούμε, είναι δημιούργημα της ιατρικής του 17ου αιώνα και άλλου τόπου. Αν και, βέβαια, θα είναι πάντα μια `νοσταλγικά ελληνική λέξη`, καθώς γράφει προσφυώς η καθηγήτρια συγκριτικής λογοτεχνίας στο Χάρβαρντ Σβετλάνα Μπόυμ.
Η ιστορία της νοσταλγίας δεν τελειώνει εδώ. Ίσα ίσα από εδώ αρχίζει. Πολλά είναι τα ταξίδια της στον κόσμο και τις έννοιες που έχει να μας διηγηθεί, θα τη δούμε να περνάει από την ιατρική στην ψυχοπαθολογία και την εγκληματολογία, όσο κι αν αυτό ξενίζει.
Κι ύστερα να εξαπλώνεται σε πλείστες όσες εκφάνσεις του ανθρώπινου πολιτισμού, για να περάσει γρήγορα και εύκολα, αντίθετα προς άλλους επιστημονικούς όρους, στον καθημερινό λόγο των ανθρώπων.
Ταυτόχρονα θα δώσει το έναυσμα για νέες παραλλαγές της που θα καλύψουν νέες `περιοχές`, όπως είναι οι κοινωνικο-πολιτικές ανατροπές και τα προβλήματα που θέτει η οικολογική υποβάθμιση της ζωής των σύγχρονων ανθρώπων.
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]