Όταν ο μικρός Τίμος άνοιξε με φούρια την πόρτα, έτοιμος να κάνει πάλι τις σκανταλιές του, έμεινε με το γλειφιντζούρι στο στόμα. Μπροστά του ήταν ο ...παππούς του! Μα πώς; Αυτός είχε πάει εκεί στον ουρανό! Τον είχε αφήσει ο Θεούλης να κατέβει πάλι στη γη;
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]