Σήμερα θα μάθουμε πως ο κόσμος θέλει αλλαγή. Πως βρωμάει κατουρημένο πανί. Πως θέλει γκρέμισμα και ξανάχτισμα απ` την αρχή. Μακριά από καθοδήγηση. Πως κάτω απ` το κουκούλι των σχέσεων νιαουρίζει η πιο θλιμμένη μοναξιά μας. Πως στην Ουγγαρία θα φάμε γκούλας και στο τραπέζι τα μούτρα μας. Ο Θάνος Γώγος δημιουργεί τους ήρωες των ποιημάτων του με κριτήριο αυτοί να επικυρώνουν την παρουσία του στον ιστορικό χρόνο. Μάλιστα τους υποδύεται. Ο ταξιδευτής, ο παραληρηματικός, ο μοιχός, ο κοινωνικός αναμορφωτής, ο εραστής της γυναίκας και η ίδια η γυναίκα αποτελούν τις μάσκες πίσω απ` τις οποίες θα τον δούμε να κρύβεται. Όχι βέβαια από ατολμία. Αλλά για να γελάσει δυνατά και να κάνει μαύρο χιούμορ. Για να αυτοσαρκαστεί και να απελπιστεί. Για να ακούσει τη φωνή του να επιστρέφει στο στήθος του, πιο αποφασισμένη, πιο σταθερή αλλά πάντοτε έχοντας επίγνωση της τραγικότητάς της. Έτσι, μ` αυτές τις παρεμβάσεις στα κενά των ποιημάτων, καταφέρνει να επικρατήσει επί των ηρώων και των λόγων του και να αφήσει στην άκρη τη λογοτεχνία σκοπεύοντας απ` ευθείας στο τώρα της γραφής. Ανεβαίνοντας την ανηφόρα για την πλατεία, μιλώντας για ελευθερία και αθωότητα και χαζεύοντας την αυγή σε μια νέα πόλη. Ποίηση ακαριαία χωρίς καν να την θυμίζει πλασμένη από ένα συνονθύλευμα διαθέσεων. Ότι ωστόσο παραμένει μυστηριώδες είναι το αν ο Θάνος Γώγος κηρύττει ή επιβεβαιώνει τελικά πως οι φωνές των προφητών είναι σεσημασμένες.
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]