Η Ελλάδα, από παλιά, φτωχή ήτανε κι όσο περνούσε ο καιρός, εγινότανε φτωχότερη, μέχρι που βάρεσε την «πτώχευση» κι ήρθε κι έδεσε. Εμείς οι Έλληνες, το πηγαίναμε ανάποδα. Εφτώχαινε ο τόπος, καινούρια παπούτσια στα παιδιά. Ταπί ο τόπος, άντε να ρίξουμε εξοχικό στη Λούτσα. (. . .)
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]