ΔΥΟ ΤΡΙΣΤΙΧΑ
Όταν τ` ανώνυμα άνθη την πέτρα ραγίζουν
αντάρτη ταπεινέ ανιδιοτελή
λάμπρυνε λάμπρυνε την ψυχή μου
όταν το στόμα την αλαλία καταπιεί
χώμα και σκόνη κι αέρας ας μείνει
(ένα κλαδί το δάχτυλό μου να `ρχονται τα πουλιά).
(από την ενότητα "Τα πουλιά")
ΑΦΗΓΗΜΑ
Μικρό παιδί πότε μεγάλωσε πότε αντρειώθηκε πότε
γκριζάρισαν τα μαλλιά του· και καλοκαίρια και χει-
μώνες χελιδονίσματα ανθών και πρωτοβρόχια· να` ταν
για πάντα κόκκινη η στέγη του σπιτιού η ροδιά να `ταν
στον παράδεισο της αυλής -πώς όμως πέρασαν τα χρόνια
αφού το μαύρο κλάμα νύχτωνε διαρκώς τη ζωή του;
ΤΟ ΣΥΝΟΡΟ
Μεταίχμιο ξυράφι· πρέπει ν` ασκηθείς
με τις πατούσες ισορροπώντας· ένα πουλί ένας ο αέρας
κι ένα το φως
από τη μια πλευρά κι από την άλλη.
ΑΚΟΜΑ
Ξεχασμένος ο γρύλος
άσπρες πεταλούδες στα πέταλα των λουλουδιών
γυρίζει ο καιρός πρώτες ψιχάλες
χειμώνιασε.
Φως αργυρό υπάρχει ακόμα
μέρα γαλάζια στον ουρανό
και σύννεφα χαιρετισμών ακόμα υπάρχουν.
Λευκά στο σκοτάδι, στο μαύρο φως.
14 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ 2001
Κάπως έτσι· παρόμοια όλα.
Κυπαρίσσι λογχίζοντας τα στέρεα της γης
μα τον ουρανό γιατί;
(από την ενότητα "Ο χορός των Αγίων")