Η έκθεση "Εικόνες από τις ορθόδοξες κοινότητες της Αλβανίας: Συλλογή Εθνικού Μουσείου Μεσαιωνικής Τέχνης της Κορυτσάς" φέρνει για πρώτη φορά στο ελληνικό κοινό εικόνες από τη γειτονική χώρα, από τις κεντρικές και νότιες, κατεξοχήν ορθόδοξες, περιοχές. Εικόνες που καλύπτουν χρονικό εύρος έξι αιώνων, από τον 14ο έως τον 19ο, και προσφέρουν ένα πανόραμα της θρησκευτικής ζωγραφικής που καλλιεργήθηκε στις περιοχές αυτές.
Οι εικόνες του 14ου-15ου αιώνα προέρχονται κυρίως από την περιοχή της Κορυτσάς και μάλιστα από τα ασκητήρια της Μεγάλης Πρέσπας, γύρω από την οποία αναπτύχθηκε, την εποχή αυτή, ένας ιδιότυπος αναχωρητισμός με ιδρύσεις ασκητηρίων σε δυσπρόσιτα παραλίμνια σπήλαια. Πολλά από τα ασκητήρια αυτά σώζονται έως σήμερα τόσο στο αλβανικό, όσο και στο ελληνικό τμήμα της λίμνης. Οι εικόνες, όπως άλλωστε και οι τοιχογραφίες που κοσμούν τα ασκητήρια, προσγράφονται στη δραστηριότητα των εργαστηρίων της Καστοριάς και της Αχρίδας και ορισμένες αντανακλούν την παλαιολόγεια τέχνη της Κωνσταντινούπολης. Άλλωστε η αυτοκέφαλη Αρχιεπισκοπή Αχρίδας -την οποία ίδρυσε το 1019-20 ο αυτοκράτορας Βασίλειος Β`, μετά την καθυπόταξη του τσαρικού κράτους του Σαμουήλ, που είχε κέντρο την Πρέσπα αρχικά και μετά την Αχρίδα- ήταν στα βυζαντινά χρόνια το προκεχωρημένο φυλάκιο της αυτοκρατορικής διπλωματίας στον σλαβικό κόσμο και πνευματικοί ηγέτες της διατέλεσαν άν9ρες λόγιοι που κατέφθαναν εδώ σταλμένοι από την Κωνσταντινούπολη.
Οι μεταβυζαντινές εικόνες της έκθεσης καλύπτουν έναν ευρύτερο γεωγραφικό χώρο προέλευσης, με βορειότερο όριο τα Τίρανα. Μαρτυρούν τη συνέχιση της βυζαντινής παράδοσης στη θρησκευτική ζωγραφική των Βαλκανίων, μετά την εγκαθίδρυση των Οθωμανών, με την Ορθοδοξία να αποτελεί το ενοποιητικό στοιχείο μεταξύ των υπόδουλων λαών. Αποκαλύπτουν την ευκολία διάδοσης ζωγραφικών ρευμάτων και σχολών, καθώς και την κινητικότητα και τις διαδρομές των ζωγράφων μέσα στις απέραντες περιοχές της οθωμανικής επικράτειας. Υπογραμμίζουν το πανορθόδοξο κύρος του Αγίου Όρους, στα μοναστήρια του οποίου εργάσθηκαν ορισμένοι από τους ζωγράφους των εικόνων, καθώς και τη μεγάλη ζήτηση και την εκτεταμένη κυκλοφορία των κρητικών εικόνων που έφθαναν έως τη βαλκανική ενδοχώρα. Οι ελληνικές, συχνά μακροσκελείς, επιγραφές στις εικόνες προσφέρουν πολύτιμα πραγματολογικά και προσωπογραφικά στοιχεία και επισημαίνουν την ισχύ της ελληνικής γλώσσας -γλώσσας της Εκκλησίας και της λογιοσύνης- στους ζωγράφους, στους παραγγελιοδότες και στους αποδέκτες των εικόνων, ανεξαρτήτως εθνικότητας. [...]
(Αναστασία Τούρτα, Διευθύντρια του Μουσείου Βυζαντινού Πολιτισμού)