Τώρα δίνεται το σύνθημα, τα άλογα μαστιγώνονται και η άμαξα κατεβαίνει με τραντάγματα τον σκοτεινό δρόμο, μ` έναν κρανοφόρο στρατιώτη καθισμένο δεξιά κι έναν αριστερά και τον Οβίδιο, τον εξόριστο, ανάμεσά τους. Φλόγες ξεπηδούν από τα μάτια και τα στόματα πέτρινων φαναριών και ο μπλε νυχτερινός αέρας στροβιλίζεται γύρω τους σαν νερό. Ο Παλατίνος λόφος με τις ωραίες επαύλεις, επιπλέει αριστερά του, ο Καπιτωλίνος με τους λαμπρούς ναούς στα δεξιά του· το δικό του σπίτι χάνεται πίσω μακριά. Τα κρύα χέρια του είναι σφιγμένα πάνω στο σακίδιό του και ατενίζει, με μάτια υγρά, όμοια σαν τα μάτια των φαναριών, εκείνη την ακατάληπτη ακόμα λέξη. Εξορία. «Το πρόβλημα είναι», λέει -και ταράζεται από την ίδια του τη φωνή που βγαίνει αλλοιωμένη από το λαρύγγι του- «το πρόβλημα είναι πως δεν έκανα απολύτως τίποτε». Ο στρατιώτης γυρίζει και τον κοιτάζει παραξενεμένος και ένα φως από την αντανάκλαση της πόλης ασημίζει την περικεφαλαία του.
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]