Εν αρχή ην η θάλασσα, ο πορθμός του Καφηρέα, ο Κάβο Ντόρο τ`ν Ενετών, ο νεότερος Ξυλοφάς, και μετά, τα βουνά της Άνδρου. Στο άκουσμα `Άνδρος` δροσίζεται η ψυχή μου. Η αγάπη που νιώθω για τον τόπο της καταγωγής μου δεν κρύβεται. Το τοπίο της πάντα μπροστά μου, όπου κι αν βρίσκομαι· η σύγκριση με άλλους τόπους αναπόφευκτα υπέρ της. Και οι ναυτικοί της, όμως, στη βάρδια τους πάνω στ` ανδριώτικα βαπόρια της σιγοτραγουδούν: `Με του βοριά τα κύματα σου στέλνω χαιρετίσματα`. Νοσταλγούν τον τόπο τους και στα γράμματα τους υπάρχει, το πάθος του ανδριώτικου γλεντιού, ο καημός της μοναξιάς μακριά απ` το νησί, απλά πράγματα που τους λείπουν, πέτρες, πλαγιές, πεζούλες, η βάρκα που τους περιμένει, τα φαγητά που πεθύμησαν. Σαν βρέθηκα λοιπόν κι εγώ πολύ καιρό μακριά της, τη σκέψη μου τριβέλιζαν όσα είχαν μείνει πίσω, και κάθε τόσο ψέλλιζα: `Αχ και να `μουνα στα Γιάλια!`, `Αχ και να `χα ένα καρυδάκι ή ένα περγαμόντο.`, `Αχ και να πήγαινα στου Φρατσέσκου τα χοιροσφάγια!` (. . .)
[Απόσπασμα από το κείμενο της εισαγωγής της έκδοσης]