Εδώ και λίγο καιρό υπάρχουν πράγματα που μου ξεφεύγουν, μπερδεύομαι, ξεχνάω. Πάντα υπάρχει αυτό το καταραμένο σπίτι που πρέπει να φέρνω βόλτα και που μου ροκανίζει τη ζωή μου. Σέρνεται στα πόδια μου... μου τα ναρκώνει. Νιώθω πάντα ένα βάρος στις γάμπες. Σέρνεται στα μπράτσα μου, στα κόκαλα, στα δάχτυλα. Μου τα τρώει τα δάχτυλά μου: κοίτα εδώ χέρια! Τι όμορφα χέρια που `χα! Άσπρα και απαλά: δυο φτερά. Και τώρα είναι χαρακωμένα, κοίτα τα δάχτυλά μου πόσες χαρακιές, μοιάζουν με ρυτίδες, ρυτίδες του σπιτιού και το δέρμα, δε, είναι σκασμένο και κόκκινο.
Εγώ τα `χω με τους ανθρώπους. Όχι με την κοινωνία, που κατά βάθος μου αρέσει. Με τους ανθρώπους. Ιδιαίτερα μ` εκείνους με το πούρο, υγρό ή αναμμένο -με τους άντρες δηλαδή, μ` αυτό το συρφετό των σερνικών.