Ο Σοφοκλής έσκυψε ως το έδαφος και με ανεξήγητη για την πράξη του συγκίνηση, μάζεψε ένα κοκάλινο αντικείμενο που έμοιαζε με πιαστράκι μαλλιών ή μικρή αγκράφα ή ίσως κόσμημα.
Ένα παιδί ή μια κοπέλα είχε χάσει ή είχε πετάξει εκεί ένα μικρό πράγμα χωρίς αξία.
Ένιωσε ευχαρίστηση, σαν αυτή που νιώθεις όταν βρίσκεις κάτι που δεν θυμόσουν που το έβαλες. Το κοκαλάκι δεν του θύμιζε τίποτε, ούτε σαν απλό αντικείμενο, ούτε σε σχέση με κάποιο πρόσωπο. Η σημασία του έγκειτο στο ότι ήταν εκεί, μόνο στο γεγονός αυτό.
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]