Εκεί λοιπόν που είχαμε αρχίσει το αμπαλάρισμα ακούμε φασαρία, φωνές, θόρυβο τρομερό που όλο και πλησίαζε. Βγαίνουμε και βλέπουμε έκπληκτοι γύρω στα τριάντα-σαράντα άτομα, όλους Παληοπολίτες, γυναίκες και άντρες, να κατεβαίνουν τρέχοντας ή μάλλον να κατρακυλούν την πλαγιά κρατώντας κατσαρολικά, τενεκέδες και ό,τι άλλο κάνει θόρυβο που τα κτυπούσαν με μανία ουρλιάζοντας: τα αρχαία δεν φεύγουν, ανήκουν εδώ και θα μείνουν εδώ. Πάω να τους μιλήσω άλλα ο Καλλέργης με τραβά ψιθυρίζοντας: πάμε να φύγουμε γιατί θα φάμε ξύλο· και πραγματικά δεν είχε άδικο γιατί το μάτι όλων ήταν αγριεμένο. Τι να κάνουμε, τα μαζεύουμε και φεύγουμε με γιουχαΐσματα και φωνές.
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]