Γεννήθηκα σε λευκές νύχτες για να πεθάνω σε
μαύρες μέρες.
Πολέμησα για την ειρήνη που δυστυχώς δεν
πρόφτασα να χαρώ.
Βουνά της θάλασσας, κύματα της στεριάς,
αστέρια της Γης και πέτρες του ουρανού, όλα
μαζί και το καθένα χωριστά με βοήθησαν να
αποτύχω σε μια αποστολή που πιθανόν και
να μην είχα ποτέ μου αναλάβει.
Έψαξα παντού και πουθενά, έψαξα στο τώρα
και στο χθες, ρώτησα τους ήλιους του δειλινού
και τα φεγγάρια του μεσημεριού. Έκανα
τραγούδι μου τη σιωπή και φίλησα την εικόνα
κάποιας σκιάς που μ` αγκάλιασε.
Καταραμένος με την ευλογία μιας γενιάς που
δεν γνώρισα, ευλογημένος από την κατάρα
μιας ζωής που δεν έζησα, νεκρός για τους
νεκρούς και ζωντανός για τους ζωντανούς,
είμαι εδώ για να σας πω, πολλές φορές ακόμα
και με τη σιωπή, όσα φοβάμαι πως αγνοώ
γιατί απλά δεν θέλω καν να θυμάμαι.
Γνωρίζοντας την άγνοια σας, φοβούμενος ότι
δεν με φοβάστε, πληγωμένος από τους
κούφιους σας επαίνους, ματαιωμένος από ένα
κύμα ψευδεπίγραφων υποσχέσεων,
ακάλεστος στη γιορτή που οργάνωσα, γύρισα
για να σας κεράσω το πιο πικρό ποτό και το
πιο νόστιμο δηλητήριο.
Ας ξεκινήσει λοιπόν η γιορτή κι εσείς απαίσιοι
φίλοι κι αγαπημένοι μου εχθροί, αρχίστε
επιτέλους να κλαίτε χαρωπά, όσο τουλάχιστον
μπορείτε, γιατί σε τούτη τη γιορτή κανείς -αλλά
μπορεί και όλοι τελικά - δεν θα χαρεί που
ήρθε.