Όταν μια γυναίκα σε αποκαλεί ηλίθιο, έχει τους λόγους της. Κι εγώ αισθάνομαι τόσο ηλίθιος τώρα. . . Περπατάω στη μέση του δρόμου δίχως να προσέχω τα αυτοκίνητα, τα οποία με αποφεύγουν και ούτε καν κορνάρουν. Αναρωτιέμαι. . . Δεν είχα καταλάβει τίποτε. Είμαι σαράντα δύο χρόνων, έχω δύο παιδιά, μένω μόνος, η γυναίκα μου με άφησε για έναν αρχιτέκτονα· την περίμενα τόσο καιρό, τώρα που με θέλει πίσω δεν τη θέλω εγώ. Φαντασιώνομαι κάθε στιγμή, σε κάθε έπιπλο πάνω, να παίρνω την Αλεσάντρα, αλλά στην πραγματικότητα την απορρίπτω, όπως Ο Αδιάφορος του Προυστ. Είμαι ο Βιντσέντσο Μαλινκόνικο, ένας σχεδόν διαζευγμένος σύζυγος και ένας σχεδόν άνεργος δικηγόρος. Δεν κερδίζω πολλά, δεν έχω κάνει σπουδαία καριέρα, μα όλα αυτά δε με ενοχλούν πια. Συνεχίζω ν` αναρωτιέμαι. . . Πώς βρέθηκε εκείνο το χέρι θαμμένο στον κήπο του μαφιόζου τύπου; Γιατί η προκλητική Φανταζία προσπαθεί με κάθε μέσο να με πείσει να αναλάβω την υπεράσπιση του συζύγου της; Και γιατί όλα συμβαίνουν σε λάθος μέρη; Γαμώ το, σκέφτομαι. . . Δεν είχα καταλάβει τίποτε.
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]