Όταν υπάρχει περίσσεια εικόνων του ανθρώπου παντού, όταν οι εικόνες του πολλαπλασιάζονται, όταν υπάρχουν πάρα πολλές ιδέες περί του ανθρώπου, πολλά κέντρα μελετών για τον άνθρωπο, πολλές επιστήμες του ανθρώπου, ο άνθρωπος πρέπει να το βουλώνει, να διαγράφει την κεφαλή του, να εξαλείφει την εικόνα του, να απολακτίζει το πρόσωπό του, να ξαναρχίζει από το μηδέν, να απαλλάσσεται απ΄αυτά που νομίζει πώς ξέρει για τον εαυτό του, και να επιστρέφει στο θέατρο, να παίζει, να κλείνει τα μάτια, να ακούει εκ νέου, να βλέπει τον εαυτό του να αναγεννάται εκ του λόγου του, να βλέπει το λόγο να χωρίζεται. Μόνο στο θέατρο μπορούμε να παραστούμε και πάλι στο κωμικό δράμα του λόγου που εξέρχεται της σαρκός. Ο ηθοποιός αρκεί να μη φοβάται και τόσο το κενό, αρκεί να ξέρει κάπως να είναι τέλειος, δηλαδή πραγματική νούλα, ανύπαρκτος, να είναι κάπως ο Ανύπαρκτος και Τέλειος Ηθοποιός. Μη χορεύεις ποτέ μόνος, χόρευε πάντα με τη μοναξιά. . . Ο Λουί ντε Φυνές ήξερε ότι ο άνθρωπος είναι κάτι που επανεφευρίσκεται ανά πάσα στιγμή, κάτι που επανακατασκευάζεται μέσω των λέξεων κάθε βράδυ, κάτι που γκρεμίζεται συνεχώς και ξαναφτιάχνεται, κάτι που προκύπτει εντελώς καινούργιο με κάθε ανάσα. Μόνο και μόνο για να αιχμαλωτίσει ακαριαία τη φύση, να σαγηνεύσει την ύλη και να ξαναχορέψει μια μέρα έναν νέο χορό για χάρη των τυφλών.
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]