Βασική θέση του βιβλίου αυτού είναι ότι η γλώσσα χρησιμοποιείται πάντα σε σχέση με ένα επικοινωνιακό πλαίσιο και πάντα ως κείμενο. Ως εκ τούτου, υποστηρίζεται η ένταξη του γλωσσικού μαθήματος σε ένα επικοινωνιακό-λειτουργικό πλαίσιο. Επισημαίνεται ότι η επικοινωνιακή προσέγγιση πρέπει να κάνει ένα περισσότερο κειμενοκεντρικό βήμα και να προσδιορίσει τους παράγοντες με τους οποίους οικοδομείται ένα κείμενο. Αναλύονται οι διαφορές μεταξύ του προφορικού και του γραπτού λόγου και συζητούνται εκτενώς ορισμένες από τις πτυχές των παραγόντων εκείνων με τους οποίους επιτυγχάνεται η σύσταση ενός (γραπτού ή προφορικού) κειμένου. Η συζήτηση αυτή μπορεί να συμβάλει στο να συνειδητοποιήσουν οι εκπαιδευτικοί και, μέσω αυτών, οι εκπαιδευόμενοι ότι το κείμενο δεν είναι μια γραμμική ακολουθία προτάσεων, αλλά έχει τη δική του πολυεπίπεδη οργάνωση. Δεδομένου ότι ένα πρόγραμμα κειμενικής διδασκαλίας πρέπει να λαμβάνει συστηματικά υπόψη του τα κοινωνικοπολιτισμικά χαρακτηριστικά των μαθητών στους οποίους απευθύνεται, γίνεται ειδική συζήτηση για τις ιδιαιτερότητες που παρουσιάζει η γλωσσική και κειμενική διδασκαλία σε αλλόγλωσσους μειονοτικούς μαθητές.
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]