Ο Οσάμου έφτιαχνε πανιά για πλοία. Ένα φθινοπωρινό βράδυ μια όμορφη γυναίκα, κυνηγημένη από την καταιγίδα, ζήτησε καταφύγιο στην πόρτα του σπιτιού του. Το όνομα της γυναίκας ήταν Γιουκίκο. Ο Οσάμου και η Γιουκίκο παντρεύτηκαν και ύφαιναν ευτυχισμένοι στον αργαλειό, όμως τα χρήματα που κέρδιζαν από τη δουλειά τους δεν έφταναν για να αγοράσουν ρύζι. Τότε η Γιουκίκο άρχισε να υφαίνει ένα μαγικό πανί, που ο Οσάμου πούλησε ακριβά στην αγορά. Με τα χρήματα που πήραν μπορούσαν να αγοράσουν ρύζι για πολλούς μήνες. Όμως ο Οσάμου ανάγκασε τη Γιουκίκο να υφάνει κι άλλα μαγικά πανιά, χωρίς να ξέρει ότι με αυτόν τον τρόπο θα κέρδιζε μεν πολλά χρήματα, αλλά θα έχανε την ευτυχία του. . .
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]