[...] Μέχρι που τούτη η επιθυμία μετατράπηκε μια μέρα σε αυτό που, με την έλλειψη μιας πιο κατάλληλης λέξης, θα ονομάσω το κάλεσμα της Ελλάδας. Ένα κάλεσμα τόσο ακαταμάχητο σαν τις φωνές των σειρήνων, με τη διαφορά πως, αντίθετα από αυτό που συνέβη με τον πολυμήχανο ταξιδευτή, δεν ήταν ανάγκη να τους αντισταθώ.
Οι στίχοι που ο αναγνώστης έχει τώρα μπροστά του αποτελούν καρπό αυτής της κλήσεως, όπως και μιας σειράς άλλων εμπειριών που, μέχρι εκεί που μπορώ να το ξέρω, μόνο στην Ελλάδα μπορούσαν να λάβουν χώρα. Ελληνικοί είναι, πράγματι, οι χώροι συνάντησης και αποκάλυψης για τους οποίους γίνεται λόγος εδώ, και ελληνικές οι πολλαπλές αναφορές που, όπως τα σπιθοβολήματα της θάλασσας κάτω από τον θερινό ουρανό, κατοικούν τις λέξεις από τις όποιες το ποίημα παίρνει σάρκα. Εμμονή και μαρτυρία, αλλά επίσης επινόηση, ανά-δημιουργία στη λέξη. Τα κοπάδια των προβάτων τα οποία αναφέρονται κάποια στιγμή είναι αυτά που περιπλανούνται στην παραλία Τσερδάκια, στο νησί της Πάρου, και οι στίχοι του Χαίλντερλιν, που παρατίθενται σε κάποια άλλη περίπτωση ("Όλα ζουν ακόμα, οι μητέρες των ηρώων, τα νησιά") είναι εκείνοι που αναγράφονται στην είσοδο του Αρχαιολογικού Μουσείου της Θήρας. Μία βαθειά ευλάβεια για τον κυκλαδικό πολιτισμό, για τα μυστικά του και για τα ωραία μικρά μαρμάρινα ειδώλια, εκδηλώνεται ανοιχτά εδώ. Όμως, δεν οφείλουν λιγότερα στον αέρα και στα νερά του Αιγαίου οι σχέσεις, οι παλμοί, οι χαραμάδες οράματος, που η λέξη επινοεί και αφιερώνει σαν ανώτερη πραγματικότητα στον εαυτό της, αχώριστη από την ορατή πραγματικότητα. [...]
(από τον πρόλογο του συγγραφέα)