Η Θεσσαλονίκη, κέντρο της Μακεδονίας και του βορειοελλαδικού χώρου γενικότερα, πήρε το νέο "δυτικοευρωπαϊκό" πρόσωπό της στο δεύτερο μισό του 20ού αιώνα. Ακολουθώντας ανεξέλεγκτους ρυθμούς ανάπτυξης μέσα στις νεότερες ιστορικές συνθήκες της έγινε μια πόλη μεγάλη, ένα μεγάλο οικονομικό κέντρο, που συγκεντρώνει το ενδοεθνικό και το διεθνές ενδιαφέρον για πολλούς λόγους. Η αμφιθεατρική δόμησή της και η παραθαλάσσια θέση τη βοήθησαν να διατηρήσει ένα ιδιαίτερο χαρακτήρα. Πολλά έχουν γραφεί κατά καιρούς για τη φυσιογνωμία και την ατμόσφαιρα της νεότερης πόλης, όλα ειπωμένα με αγάπη, ακόμη κι όταν, σωστά, γίνεται και κάποια κριτική. Όλοι όμως σχεδόν όσοι έγραψαν για το νέο πρόσωπο της πόλης είχαν πάντα στη σκέψη τους και στην ψυχή τους αυτό το μοναδικό συνδυασμό της σύνδεσης της καινούριας ζωής με το ιστορικό πρόσωπό της. Το ιστορικό πρόσωπό της, που έχει την αρχή του σε μια αδιάσπαστη συνέχεια από τα ελληνιστικά χρόνια ως τις μέρες μας, είναι συνδεδεμένο κυρίως με τη βυζαντινή ζωή της. Δίκαια η πόλη με τα μνημεία της χαρακτηρίστηκε ως "ζωντανό Βυζαντινό Μουσείο". Σε κάθε γειτονιά της μέσα στο ιστορικό κέντρο της έμεινε και κάποιο από τα βυζαντινά ή τα μεταβυζαντινά μνημεία της, στοιχεία μιας άλλης εποχής, όταν η πόλη ήταν "συμβασιλεύουσα" μιας κραταιής ή μιας φθίνουσας βυζαντινής αυτοκρατορίας ή αργότερα κέντρο μιας τουρκοκρατούμενης Βαλκανικής. Σε εποχή ακμής ή σε εποχή πτώσης η Θεσσαλονίκη δε λειτούργησε μόνο ως οικονομικό κέντρο, αλλά και ως κέντρο διαμόρφωσης θρησκευτικών απόψεων και πολιτικής ιδεολογίας. Άλλωστε στα βυζαντινά χρόνια, αν όχι και σήμερα, αυτά τα δύο πράγματα ταυτίζονται.
[...]
(από την εισαγωγή του βιβλίου)