Επισκεπτόμενος, μαζί σας, αυτή την αναδρομική έκθεση έργων μου, που διοργανώνει η Δημοτική Πινακοθήκη Χανίων, αισθάνομαι να έχω εναποθέσει στους πίνακες μου το φοβερό παραμύθι που με τρόμαζε και με σαγήνευε κάποτε, καθώς μικρό παιδί προχωρούσα στην εφηβεία της γνώσης και της εμπειρίας αργότερα. Κινούμενη μέσα στον χρόνο η συνείδησή μου, αποθησαύριζε εντυπώσεις, εμπειρίες, εικόνες (μεγάλωσα ανάμεσα στους μαύρους ογκόλιθους του αρχαιολογικού χώρου της Τίρυνθας, στα μαύρα χρόνια της κατοχής). Αυτές έδωσαν το εκφραστικό υλικό στη δουλειά μου και διαμόρφωσαν τη στάση μου απέναντι στη Ζωή και στην Τέχνη. Ψυχανεμίσματα πέρασαν στα τελάρα μου που τα έκαναν μαγικούς καθρέφτες που δείχνουν το μέλλον χωρίς πρόθεση για φιλολογικές ή ηθικές περιγραφές. Αναπόδραστα λοιπόν την πρώτη εκείνη περίοδο, ο ζωγραφικός μου χώρος κυριαρχείται από μια μεταλλική χρωματική υφή και από βαριές αιωρούμενες φόρμες που μεταβιβάζουν μέσα από αυτόν, ένα αίσθημα αγωνίας και λανθάνουσας απειλής: για κάτι που πρόκειται να συμβεί... Φόβος, λοιπόν; Αγχος; Γιατί όχι! Σωτήριες και δημιουργικές μπορούν να γίνουν αυτές οι κινήσεις της ψυχής, αν βρεις τον τρόπο να τις ελέγξεις και να τις μετουσιώσεις σε ζωγραφικά χαρίσματα. Έτσι, με το τέλος της δεκαετίας του ’70, ολοκληρώνεται, θα έλεγα, μια ενότητα έργων μου που θα μπορούσε να έχει το γενικό τίτλο η Απειλή. [...]
Στη συνέχεια αυτής της 40χρονης πορείας, κουρασμένος, ίσως, από την αυστηρή, την ψιμυθισμένη γραφή που μας έρχεται από την ένδοξη εποχή του υπερρεαλισμού και αφού έχω κατακτήσει το δικαίωμα της εκφραστικής ελευθερίας χωρίς αναστολές, κατά τα μέσα της δεκαετίας του ’90, τολμώ να κάνω μια αποφασιστική στροφή προς τη μεγάλη παράδοση της Δυτικής Τέχνης, για την οποία η απεικόνηση της αθρώπινης μορφής κατέχει την ανώτατη θέση: το γυμνό σώμα δείχνει το ιδεώδες του ανθρώπου. Μέχρι τότε έβλεπα τον άνθρωπο από απόσταση, μέσα από μια γενίκευση, από το πνεύμα των μύθων που περιγράφουν γενικούς συνειρμούς. Τώρα διασπώ την ανθρώπινη μορφή και πλησιάζω το άτομο στη συνηθισμένη καθημερινότητά του, διαβάζω την δική του ιστορία και γράφω την ιδιωτική του παρουσία. H ενότητα αυτή θα μπορούσε να πάρει τον τίτλο "Σωματογραφίες".
Τέλος ακολουθούν οι "Ανδριάντες". Μια ενότητα που θέλει τις μορφές στημένες πάνω σε βάθρα. Έχει λεχθεί ότι η Τέχη είναι αδιάφορη, ουδέτερη και συχνά ειρωνική. Το έργο Τέχνης ως δημιουργία αυτάρκης και αρμονικά περίκλειστη, προσφέρει μια σχέση νόμιμη με το αβέβαιο, το προβληματικό, αλλά και μια έλλειψη αρμονίας με τους τωρινούς κοινωνικούς όρους μας. Και εδώ είναι η αμφισβήτηση: μπορούμε άραγε να παίρνουμε στα σοβαρά όλες τις ιδέες και όλες τις αξίες που είχαμε, με τη σοφία μας καθιερώσει και ανεβάσει σε βάθρα; Θα ’θελα να μπορούσα να απαντήσω μ’ αυτά τα αγάλματα, με το ειδικό του βάρος το καθένα, που το κεφάλι τους, το κέντρο των αποφάσεων, είναι σχεδόν αόματο, αλλού μόλις αχνοφαίνεται μια γραμμούλα περιγραφική και αλλού είναι κομμένο στη μέση...
Σ’ αυτή την απαρχή ενός μεγάλου ονείρου, καλώ απλά τον θεατή να γίνει συνδημιουργός με το να τελειώσει το έργο μέσα του και μόνος του.
Βασίλης Κελαϊδής