Χαρά στονε, που το ρυάκι της ζωής του θα διαβεί γαληνεμένα με τα πλάτια του γάργαρα και κρουσταλλένια. Που ίσαμε το τέλος, σαν με τα σπλάχνα της γαλανής κυράς θα σμίξει, και της απεραντοσύνης το χάος σαν διαβεί, η ηρεμία θα `ναι στη στράτα του. Στα πλακόστρωτα υγρά του χαλιά βαρκούλες από πλατανόφυλλα θ` αρμενίζουν, κι αυτός να σιγοτραγουδά της χαράς και του γέλιου τις εύθυμες νότες. Χαρά στονε, που οι μπόρες κι οι καταιγίδες δε θα του ανακατέψουνε τα σωθικά και δε θα θολώσουν τις κρουσταλλοπηγές του. Που δε θα ματώσει η καρδιά του με τ` αγκύλια των κακών κυράδων. Που τα μάτια του δε θα βουρκώσουν από τ` ανελέητα μαστιγώματα των βοριάδων. Τι να πεις όμως γι` αυτόνε που ξυπόλυτος διαβαίνει τα γιομάτα αγκάθια καλντερίμια της ζωής και τα κοφτερά βράχια τις σάρκες του σκίζουν; Τι να του πεις, που το ρυάκι της ζωής του είναι αναταραγμένο και κατακόκκινο από τα δάκρυα του αιμάτου, που πέφτουν απ` του κύρη τα μάτια με χοντρές σταλαγματιές; [...]
[Απόσπασμα από κείμενο παρουσίασης εκδότη ή έκδοσης]