Ο πυρήνας της επαρχιακής αριστοκρατίας, που αναδεικνύεται στο αγροτοποιημένο Βυζάντιο του 9ου αιώνα, ανιχνεύεται στη βορειοανατολική Μ. Ασία και είναι αρμενικής και παφλαγονικής καταγωγής. Οι αρμενο-παφλαγόνες αυτοί στρατιωτικοί αριστοκράτες, που κυριάρχησαν στο πολιτικό προσκήνιο επί της δυναστείας του Αμορίου, αντιμετωπίστηκαν με βιαιότητα από το βυζαντινό κράτος των πρώτων Μακεδόνων αυτοκρατόρων, οι οποίοι αναζήτησαν ισχυρά ερείσματα στις τάξεις των στρατιωτικών από την Καππαδοκία, όπως οι Φωκάδες, και από το Χαρσιανόν, όπως οι Μαλεϊνοί. Οι συνεχείς προσπάθειες της Μακεδονικής δυναστείας να εδραιωθεί στην εξουσία και να πατάξει τους Αρμενο-παφλαγόνες προσέφεραν στους Καππαδόκες μία ραγδαία άνοδο στην κοινωνία και δημιούργησαν μία σφοδρή αντιπαλότητα ανάμεσα στις δύο αυτές αριστοκρατικές παρατάξεις. Η ενότητα των Καππαδοκών διασπάστηκε, όταν ο Νικηφόρος Φωκάς κατέλαβε την εξουσία και οι Μαλεϊνοί παρέμειναν πιστοί στη δυναστική νομιμότητα, η οποία επανήλθε από τη βασιλεία του Ιωάννη Τζιμισκή και εξής. Αποδυναμωμένοι, οι Φωκάδες θα εξαλειφθούν σιγά σιγά, ενώ οι Μαλεϊνοί θα μεταλλαγούν. Το «αριστοκρατικό κενό», που δημιούργησε η αντιαριστοκρατική πολιτική του Βασιλείου Β`, θα αρχίσει να καταλαμβάνεται από τους Αρμενο-παφλαγόνες που ισχυροποιούνται πάλι και αρχίζουν να προβάλλουν στο προσκήνιο από τις αρχές του 11ου αιώνα.
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]