Ένας νέος άντρας επισκέπτεται, ύστερα από πολύν καιρό, τον ηλικιωμένο θείο του που ζει μόνος σε μια επαρχιακή πόλης της Γαλλίας. Όλο το κείμενο είναι ένας κατακερματισμένος μακρύς διάλογος όπου ο ηλικιωμένος θείος αφηγείται αποσπασματικά αναμνήσεις και βιώματα από το ξεφτισμένο νήμα της άχρωμης και ανώνυμης ζωής του, ενώ ο νεαρός ανιψιός ακούει, παρατηρεί, πυροδοτεί τη συνομιλία με ερωτήσεις, και αποτυπώνει στο φιλμ της φωτογραφικής του μηχανής τις αμήχανες εκφράσεις και σιωπές της καρτερικής αναμονής ενός επικείμενου τέλους. Ένας διάλογος που παρατείνει με κουβέντες καθημερινές τον αποχαιρετισμό και κρατά μετέωρη την ύστατη ώρα.
Α.Β.