Όταν οι Αργοναύτες ξεκινούσαν για την Κολχίδα, χωρίς βεβαίως να υποπτεύονται τους κινδύνους που θα αντιμετώπιζαν στο πιο θρυλικό ταξίδι της Ιστορίας, δύσκολα μπορούσαν να διανοηθούν ότι το χρυσόμαλλο δέρας θα έφθανε ανώδυνα στον τόπο τους μετά από αιώνες πολλούς και μια καθόλου περιπετειώδη διαδρομή. Ότι δηλαδή το πιο ποθητό μέταλλο του κόσμου θα εγκατέλειπε αυτοβούλως το Εθνικό Μουσείο της Γεωργίας στην Τιφλίδα και το Αρχαιολογικό Μουσείο στο Βάνι, για να λάμψει στις προθήκες του Μουσείου Μπενάκη και να θαμπώσει τους Έλληνες και ξένους επισκέπτες του. Αφού προηγουμένως θα είχε επισκεφθεί διαδοχικά τα Κρατικά Μουσεία του Βερολίνου, το Μουσείο Ασιατικών Τεχνών της Νίκαιας και το Νομισματικό Μουσείο του Παρισιού, την Arthur M. Sackler Gallery του Smithonian Institution της Washington, το Ίδρυμα για τη Μελέτη του Αρχαίου Κόσμου στο Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης, το Μουσείο Καλών Τεχνών του Houston και το Fitzwilliam Museum του Cambridge.
Τα βαρύτιμα κοσμήματα και τα θεαματικά σκεύη της έκθεσης προέρχονται από ταφές και ιερά οικοδομήματα που ανασκάφηκαν στη θέση Βάνι της αρχαίας Κολχίδας, στη σημερινή δυτική Γεωργία. Τα πολύτιμα αυτά έργα, πέρα από την αξία των υλικών και την αρτιότητα της κατασκευής τους, τα χαρακτηρίζει μια απαράμιλλη καλλιτεχνική ποιότητα, η οποία και τοποθετεί αυτόματα τη χρυσοχοϊκή τους τέχνη πλάι στην παράδοση των φημισμένων κέντρων της Ελλάδας και της Κύπρου, της Αιγύπτου και της Λυδίας, της Βακτριανής και του Ιράν. Τα περισσότερα καλύπτουν τη χρονική περίοδο από τον 5ο ως τον 2ο αιώνα π. Χ., αφήνοντας να διαφανεί η σύζευξη του τοπικού καλλιτεχνικού ιδιώματος με στοιχεία αφομοιωμένα από την τέχνη των γύρω περιοχών, την ελληνιστική Ελλάδα, την ανατολική Μεσόγειο και την επικράτεια των Αχαιμενιδών. Παρέχουν, συνεπώς, ιστορικές μαρτυρίες για έναν πολιτισμό που άνθισε στο σταυροδρόμι μεγάλων εμπορικών δρόμων από την Ελλάδα προς την κεντρική Ασία και από το βασίλειο των Σκυθών προς το Ιράν. Τις επαφές της Κολχίδας με τον ελληνικό κόσμο ήδη από τον 5ο αι. π. Χ., εκτός από τη συνάφεια της τεχνικής και της τυπολογίας με αντίστοιχες ελληνικές δημιουργίες, επιβεβαιώνει εξάλλου η κεραμική που βρέθηκε εκεί, καθώς και η υιοθέτηση ελληνικών εθίμων ταφής κατά τον 4ο και τον 3ο αι. π. Χ.
Χάρη στην έκθεση του Μουσείου Μπενάκη, η οποία τελεί υπό την αιγίδα της Ελληνικής Εθνικής Επιτροπής για την UNESCO το ελληνικό κοινό θα γνωρίσει για πρώτη φορά έναν ακμαίο πολιτισμό, παραμελημένο από την επιστημονική έρευνα και την πανεπιστημιακή διδασκαλία.
[...]
(από τον πρόλογο του Άγγελου Δεληβορριά)