Γύρω από τον Προκόπη Πούπα, έναν Τσέχο καθηγητή που έχει καταλήξει να σκουπίζει πεζοδρόμια, η Συλβί Ζερμαίν ζωντανεύει έναν ολόκληρο μικρόκοσμο περιθωριακών ανθρώπων. Καθένας τους φαντάζεται πως ένας εφέστιος θεός, ένας Λάρης, τον προστατεύει. Ο Προκόπης κουβεντιάζει λοιπόν σιωπηλά με τον δικό του θεό Λάρητα για τα μυστήρια του ορατού και του αόρατου και για τη σωτηρία της ψυχής. Αναμασά τη μιζέρια του, τη συντριβή των αποχωρισμών. Τη σχέση του με τα δυο παιδιά του, τον Όλμπραμ, που ξενιτεύεται, και την Ολίνκα, που τη σαρώνει ο μεγάλος έρωτας. Κι έρχεται η αλλαγή του καθεστώτος. Καθένας από τους φίλους του, που ως τότε είχε μια καλή πρόφαση για να φυτοζωεί, ξαναβρίσκει δουλειά, γίνεται κάποιος. Για τον Προκόπη είναι πολύ αργά. Καταλήγει στο συμπέρασμα ότι «δεν ήξερε πια τίποτα, μόνο πως δεν ήταν τίποτα». (. . .)
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]