Χίλιοι τον παν από μπροστά και δυο χιλιάδες πίσω
κι ο Ομέρ Βρυώνης μυστικά στον δρόμον τον ρωτάει:
"Γίνεσαι Τούρκος, Διάκο μου, την πίστι σου ν` αλλάξεις;
Να προσκυνήσεις το τζαμί, την εκκλησιά ν` αφήσεις;"
"Πάτε και σεις κ` η πίστι σας, μουρτάτες να χαθήτε,
εγώ Ρωμιός γεννήθηκα, Ρωμιός θεν` αποθάνω".
Σαν τ` άκουσ` ο Χαλήλμπεης με δάκρυα φωνάζει:
"Τον Διάκο να χαλάσετε, τον φοβερό τον κλέφτη,
γιατί θα σβήσει την Τουρκιά και όλο μας το Δεβλέτι".
Αμέσως τον επήρανε και στο σουβλί τον βάλαν·
ολόρθον τον εστήσανε κ` αυτός χαμογελούσε,
τους έβριζε την πίστι τους, τους έλεγε μουρτάτες.
"Εμένα αν σουβλίσατε, ένας Ρωμιός εχάθει,
ας είν` καλά ο Οδυσσεύς κι όλοι οι καπεταναίοι,
αυτοί θα σβήσουν την Τουρκιά κι όλο σας το Δεβλέτι".